- δρακῶν
- δράξhandfulfem gen plδράκοςeyeneut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δράκων — dragon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκων — dragon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκων ο ιπτάμενος — (drago volans). Επιστημονική ονομασία ερπετού της οικογένειας των αγαμιδών, της τάξης των λεπιδωτών. Έχει μήκος που ξεπερνά τα 20 εκ., από τα οποία 12 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Το σώμα του καλύπτεται από τροπιδωτές φολίδες. Η επάνω επιφάνεια έχει… … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
Δρακῶν — Δράκης masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακών — δέρκομαι see clearly aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρακόντοιν — Δράκων dragon masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρακόντων — Δράκων dragon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δράκον — Δράκων dragon masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δράκοντα — Δράκων dragon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)